- πάντοθι
- Αεπίρρ. παντού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. -θι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάντοθι — everywhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντοθ' — πάντοθε , πάντοθεν from all quarters indeclform (adverb) πάντοθι , πάντοθι everywhere indeclform (adverb) πάντοτε , πάντοτε always indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek